Ο βυθός της Αλοννήσου κρύβει αμύθητους θησαυρούς στα αρχαία ναυάγια που έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής από τους αρχαιολόγους. Όμως, η πιο αυθεντική, ίσως, γωνιά των Βορείων Σποράδων, με την άγρια μεσογειακή ομορφιά, διαθέτει κι άλλον πλούτο. Τα δώρα της φύσης είναι απλόχερα, όπως ο τόνος Αλοννήσου, που από αυτή τη μικρή κουκίδα γης καταμεσής του Αιγαίου πελάγους, ταξιδεύει σ’ όλον τον κόσμο.
Εδώ και δεκατρία χρόνια μία οικογένεια από την Αλόννησο, έχει επενδύσει τους κόπους μίας ζωής στην επεξεργασία του τόνου. Το «Alelma Fine Delicatessen Alonissos», όπως είναι η πλήρης επωνυμία του εργαστηρίου επεξεργασίας και τυποποίησης του γνωστού ψαριού που αλιεύεται στα νερά της Αλοννήσου και όχι μόνο, αναδεικνύει μέσα από τα ποιοτικά προϊόντα που κυκλοφορεί στο εμπόριο, έναν «κρυμμένο θησαυρό» του νησιού.
Η ιστορία της επιτυχημένης εταιρείας ξεκίνησε από τον Γιώργο Αναγνώστου, έμπορο ψαριών στο επάγγελμα και τη σύζυγό του, Αμαλία Καλογιάννη, που γνώριζε από πρώτο χέρι τις αυθεντικές αλοννησιώτικες συνταγές επεξεργασίας του τόνου. Κοινός παρονομαστής του ζεύγους ήταν η προσήλωσή τους στη δημιουργία ενός προϊόντος υψηλής ποιότητας (gourmet), που θα «απογείωνε» τον τόνο Αλοννήσου. Από το 2007 μέχρι σήμερα, η «Alelma» που προέκυψε από τα αρχικά των ονομάτων από τα τρία παιδιά της οικογένειας Αναγνώστου (Αλέξανδρος, Ελπίδα, Μαρία), κάνει διάσημη ανά τον κόσμο τη γαστρονομία της Αλοννήσου, αλλά και τον πλούτο που κρύβουν τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου.
«Το σημαντικότερο είναι η συνταγή που έχουμε εδώ στην Αλόννησο. Όλη η επεξεργασία γίνεται στο χέρι. Γι’ αυτό και τα φιλέτα είναι πιο καθαρά, πιο προσεγμένα. Η διαδικασία είναι απλή. Βράζει το ψάρι κι αφού μαγειρευτεί, καθαρίζεται, στεγνώνει και μετά μπαίνει στο βάζο με νερό, λάδι ή ηλιέλαιο. Στο τέλος αποστειρώνεται και μετά είναι έτοιμο για κατανάλωση», εξήγησε ο κ. Αλέξανδρος Αναγνώστου, υπεύθυνος παραγωγής στην «Alelma», μιλώντας για την επεξεργασία δύο ειδών τόνου: Του ερυθρού (tuna) και του λευκού (alalunga), που αλιεύονται σε διαφορετικές εποχές του χρόνου. Ο κόκκινος τόνος που φτάνει μέχρι 200-300 κιλά, ψαρεύεται τον χειμώνα, το διάστημα Ιανουάριος-Φεβρουάριος, ενώ η εποχή του λευκού είναι από Ιούλιο μέχρι Αύγουστο. «Είναι μεταναστευτικά ψάρια, μπαίνουν μέσα στο Αιγαίο, κάνουν τον κύκλο τους και φεύγουν. Δεν αλιεύονται όλη τη σεζόν», δήλωσε ο 26χρονος Αλοννησιώτης, ο οποίος σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη.
Ο τόνος άρχισε να ψαρεύεται στην Αλόννησο γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80. «Το συγκεκριμένο προϊόν έχει εξελιχθεί σε σήμα κατατεθέν για την Αλόννησο. Το προωθούμε αρκετά καλά και ταυτόχρονα διαφημίζουμε το νησί μας. Είναι ωραίο ένας τόπος να δείχνει ότι παράγει πράγματα. Και ειδικά με όσα έγιναν φέτος με τον κορωνοϊό, έχουμε την ευκαιρία να αναλογιστούμε ότι ένα νησί, όπως η Αλόννησος για παράδειγμα, δεν έχει να δώσει μόνο με τον τουρισμό. Υπάρχει και ο πρωτογενής τομέας», τόνισε.
Με την παραγωγή του τόνου «Alelma» να κυμαίνεται ανάμεσα στα 150.000-200.000 τεμάχια σε ετήσια βάση, το βάρος πέφτει στην εγχώρια κατανάλωση. «Μας ενδιαφέρει η ελληνική αγορά. Έχουμε παρουσία σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αλλά και σε πολλά σημεία πώλησης ανά τη χώρα», επισήμανε, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στην εξαγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης: «Δίνουμε σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρουμανία και Βουλγαρία. Τον χειμώνα που μας πέρασε, δεχτήκαμε πρόταση και από Ιαπωνία, αλλά με την πανδημία δεν έχουμε επί του παρόντος κάποια εξέλιξη. Οι Ιάπωνες έχουν μπει πολύ δυναμικά στην αγορά και προτιμούν φρέσκα ψάρια που αλιεύονται στο Αιγαίο. Η Μεσόγειος είναι ακόμη καθαρή και τα αλιεύματα δεν έχουν βαρέα μέταλλα, ενώ είναι πολύ πλούσια σε Ω3 λιπαρά».
Η σχέση της οικογένειας Αναγνώστου με τον τόνο Αλοννήσου, οδήγησε σε ένα ακόμη επιχειρηματικό εγχείρημα, για το οποίο ο νεαρός νησιώτης αποκάλυψε περισσότερες λεπτομέρειες: «Από πέρσι λειτουργούμε εστιατόριο στο Πατητήρι και προωθούμε διάφορες συνταγές που μπορεί να κάνει κάποιος με τον τόνο. Είτε νωπό είτε από το βάζο που φτιάχνουμε». Όσο για τους στόχους που θέτει για το μέλλον; «Ο βασικότερος είναι να κρατήσουμε την ποιότητα σε υψηλό επίπεδο και να διατηρήσουμε τη σχέση εμπιστοσύνης με τον καταναλωτή. Όλα τα υπόλοιπα έρχονται», κατέληξε.